Λέξη: παλμός

Σχετικές λέξεις: παλμός

παλμός ράδιο, παλμός ρέθυμνο, παλμός του αστρους, παλμός ανάλυσις, παλμός της καλύμνου, παλμός γλυφάδας, παλμός εφημερίδα, παλμός βόρειας εύβοιας, παλμός γαλάτσι, παλμός ρόδος

Συνώνυμα: παλμός

ρυθμός, κτύπος, πλήγμα, περιπολία, ρυθμός της μουσικής, ταχύς ήχος, σφυγμός, διακύμανση, δόνηση, κραδασμός, χτυποκάρδι

Μεταφράσεις: παλμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heartbeat, pulse, throb, pulsation, beat, vibration
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pulso, pulsación, latido, palpitación, palpitar, vibración, latir
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlag, puls, herzschlag, hülsenfrucht, pulsieren, impuls, piepte, Pochen, klopfen, Pulsschlag
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
battement, impulsion, battre, pouls, palpiter, pulsation, palpitation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pulsazione, battito, polso, palpito, pulsare, palpitare, fremito
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pulse, pulso, pulsar, palpitação, latejar, palpitar, throb
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pols, slaan, tel, polsslag, kloppen, bonzen, pulseren, gebons, geklop
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пульсация, вибрировать, вибрация, боб, импульс, волнение, пульс, драться, чувство, пульсировать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjerteslag, puls, banke, throb, banking, å banke, pulsere
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
puls, bulta, pulsera, throb, dunk, dunka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syke, sysäys, pulssi, tykytys, tykyttää, jyskyttää, sykkiä, jyskytys
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
puls, hjerteslag, dunk, banke, dunke, at banke, throb
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tep, bušit, pulzování, záchvěv, hukot, bít
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tętnić, tętno, uderzenie, puls, impuls, pulsowanie, warkot, rwać
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érverés, pulzus, hüvelyesek, dobog, lüktet, lüktetés, lüktetett, lüktetése
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darbe, nabız, çarpıntı, throb, zonklama, zonklamaya, nabız atışı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвилювання, збентеження, биття, пульсація, пульсуючий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pulsim, tronditje, rrahje, dridhje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
туптене, пулсиране, биене, трептя, удар на сърцето
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пульсацыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pulss, südametukse, südamelöögid, põksuma, lõhkuma, Sykähdellä, Jyskytys, lööma
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otkucaj, puls, impuls, raspoloženje, podrhtavanje, lupati, lupanje, vibrirati, udaranje, udarati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Throb
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pulsas, tvinkčiojimas, plazdėti, jaudinimasis, ritmingai gausti, daužytis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pulss, sirdspuksti, pukstēt, puksts, trīsas, pulsēt, sitiens
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пулсот, трепет, пулсирам, throb
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puls, zvâcnire, palpita, palpitație, bate, bate puternic
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tep, plus, utrip, Vibrirati, brnenje, throb, Lupati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tep, búšiť, bušit, búchať, libra, búšit

Στατιστικά δημοτικότητας: παλμός

Τυχαίες λέξεις