Plačljiv στα ελληνικά

Μετάφραση: plačljiv, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεμψίμοιρος, μέλο, weepy, εμφανίσει εξίδρωση, να εμφανίσει εξίδρωση, διάθεση για κλάμα
Plačljiv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brijegu στα ελληνικά - λόφος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ
  • devalvacija στα ελληνικά - υποτίμηση, υποτίμησης, υποτίμηση του, την υποτίμηση, η υποτίμηση
  • gušiti στα ελληνικά - ασφυκτιώ, στραγγαλίζω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ
  • kvarenje στα ελληνικά - χειροτέρευση, επιδείνωση, φθορά, χάλασμα, αλλοίωσης, αλλοίωση, της αλλοίωσης
Τυχαίες λέξεις
Plačljiv στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεμψίμοιρος, μέλο, weepy, εμφανίσει εξίδρωση, να εμφανίσει εξίδρωση, διάθεση για κλάμα