Pomoć στα ελληνικά
Μετάφραση: pomoć, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακούφιση, χάρη, ευνοώ, αποκαθιστώ, ανεβάζω, ρουσφέτι, ανάγλυφος, εκτόνωση, ενισχύω, αρωγή, αυξάνω, επανορθώνω, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- isporučen στα ελληνικά - συμφωνία, συγκατάθεση, παρέχεται, παρέχονται, που παρέχονται, που παρέχεται, τροφοδοτείται
- koketirati στα ελληνικά - φλερτάρω, Coquet, ερωτοτροπώ
- kondenzaciju στα ελληνικά - συμπύκνωση, συμπύκνωσης, συμπυκνώσεως, η συμπύκνωση, τη συμπύκνωση
- osiromašiti στα ελληνικά - φτωχαίνω, αποδυναμώνω, φτωχαίνει, φτωχαίνουμε, φτωχύνει, φτωχαίνουμε εμείς
Τυχαίες λέξεις
Pomoć στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακούφιση, χάρη, ευνοώ, αποκαθιστώ, ανεβάζω, ρουσφέτι, ανάγλυφος, εκτόνωση, ενισχύω, αρωγή, αυξάνω, επανορθώνω, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Μεταφράσεις: ανακούφιση, χάρη, ευνοώ, αποκαθιστώ, ανεβάζω, ρουσφέτι, ανάγλυφος, εκτόνωση, ενισχύω, αρωγή, αυξάνω, επανορθώνω, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν