Puniti στα ελληνικά
Μετάφραση: puniti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάπλωμα, ταΐζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dvoznačan στα ελληνικά - διφορούμενος, ασαφής, διφορούμενη, διφορούμενο, διφορούμενες
- idući στα ελληνικά - επόμενος, επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενου
- ispunjenje στα ελληνικά - απαλλαγή, αθώωση, εκπλήρωση, τήρηση, εκπλήρωσης, εκτέλεση, την εκπλήρωση
- motornih στα ελληνικά - μηχανή, μοτέρ, κινητήρας, κινητήρα, με κινητήρα, οχημάτων
Τυχαίες λέξεις
Puniti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάπλωμα, ταΐζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Μεταφράσεις: πάπλωμα, ταΐζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει