Spriječiti στα ελληνικά
Μετάφραση: spriječiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλείω, περιορίζω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, δυσχεραίνω, παρεμποδίζω, κρατώ, καθυστερώ, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grudobran στα ελληνικά - έπαλξη, μετερίζι, προμαχώνας, battlement, προμαχώνα, πολεμίστρα
- naimenovati στα ελληνικά - ορίζω, διορίζω, ορίσει, διορίσει, ορίσουν, να ορίσει, διορίζει
- namjerno στα ελληνικά - επίτηδες, σκόπιμα, σκοπίμως, εσκεμμένα, εκ προθέσεως
- natjecatelj στα ελληνικά - διαγωνιζόμενος, ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, αγωνιζόμενος, Αγωνιζόμενο, Αγωνιζομένου
Τυχαίες λέξεις
Spriječiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλείω, περιορίζω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, δυσχεραίνω, παρεμποδίζω, κρατώ, καθυστερώ, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Μεταφράσεις: αποκλείω, περιορίζω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, δυσχεραίνω, παρεμποδίζω, κρατώ, καθυστερώ, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει