Trpeljivost στα ελληνικά

Μετάφραση: trpeljivost, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεκτικότητα, αντοχή, ανοχή, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή
Trpeljivost στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • druga στα ελληνικά - δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
  • duguljast στα ελληνικά - μακρόστενο, επιμήκης, στενόμακρος, επιμήκη, επίμηκες, επιμήκεις
  • faune στα ελληνικά - ζώο, πανίδα, κτήνος, πανίδας, χλωρίδας, της πανίδας, την πανίδα
  • isplaćivati στα ελληνικά - αφήνω, επιτρέπω, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Τυχαίες λέξεις
Trpeljivost στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεκτικότητα, αντοχή, ανοχή, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή