Λέξη: στοιχείο

Σχετικές λέξεις: στοιχείο

στοιχείο αυτοπαράδοσης εντυπο, στοιχείο peltier, στοιχείο αυτοπαράδοσης, στοιχείο εγκλήματος, στοιχείο αγγλικά, στοιχείο 117, στοιχειό συνωνυμα, στοιχείο ελέγχου activex του windows live mesh για απομακρυσμένες συνδέσεις, στοιχείο 114, στοιχείο daniell

Συνώνυμα: στοιχείο

μπαμπούλας, φάντασμα, κύτταρο, κελί, κελλίο, οικίσκος, πυρήνας, δεδομένα, στοιχεία, δεδομένο, τζίνι, πνεύμα, ξωτικό, φοβήτρο, αρχή, αξίωμα

Μεταφράσεις: στοιχείο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
element, cell, point, item, component
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elemento, principio, elemento de, elementos, el elemento, parte
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
komponente, element, grundeinheit, Element, Elements, Elementes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
résistance, composante, partie, composant, pièce, radical, ingrédient, élément, élément de, éléments, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elemento, elemento di, dell'elemento, elementi, componente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elegante, meio, esbelto, componente, elemento, rudimento, elemento de, elementos, element
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestanddeel, beginsel, element, onderdeel, elementen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фактор, воздух, комизм, элемент, огонь, след, вода, азы, стихия, подразделение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
element, grunnstoff, elementet, del
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
element, grundämne, elementet, del, inslag, faktor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pala, aines, määrä, alkuaine, osa, luonnonvoima, tarvike, kenno, elementti, elementin, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
element, del, elementet, led
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
složka, komponent, prvek, položka, živel, součástka, základní, element, prvkem, prvku
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
część, człon, pierwiastek, cień, składnik, doza, żywioł, grzałka, element, elementem, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elem, eleme, elemet, elemét, elemének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öğe, eleman, elemanı, element, öğesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вогонь, елемент, огонь, повітряне, вода, ази
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
element, element i, elementi, elementi i, element të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стихия, елемент, елементи, елемента, елемент на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
элемент, элемэнт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osa, element, elukeskkond, elemendi, elementi, elemendiks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dio, element, tijelo, faktor, elementa, elemenata, element za, je element
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þáttur, frumefni, þátturinn, liður, þáttur í
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
elementum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elementas, elementų, elemento, elementą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stihija, elements, elementu, sastāvdaļa, faktors
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
елемент, елементи, елементот, елемент на, елемент за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
element, element de, elementul, elementului, elemente
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
element, živel, prek, del, elementa, elementov
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
živel, element, prvok

Στατιστικά δημοτικότητας: στοιχείο

Τυχαίες λέξεις