Λέξη: γενετικός

Σχετικές λέξεις: γενετικός

γενετικός ανασυνδυασμός, γενετικός κώδικας, γενετικός απλός έρπητας, γενετικός τόπος, γενετικός δομισμός, γενετικόσ πολυμορφισμόσ, γενετικός κώδικας εκφυλισμένος, γενετικός ντετερμινισμός, γενετικός έλεγχος, γενετικός αλγόριθμος

Συνώνυμα: γενετικός

γενέσιος, γενεσιολογικός

Μεταφράσεις: γενετικός

γενετικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
genetic, a genetic

γενετικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
genético, genética, genéticos, genéticas, genética de

γενετικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genetisch, gentechnisch, genetischen, genetische, genetischer, genetisches

γενετικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
génétique, héréditaire, génétiques

γενετικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
genetico, genetica, genetiche, genetici

γενετικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
genético, genética, genéticos, genéticas, genetic

γενετικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
genetisch, genetische, de genetische, erfelijke, van genetische

γενετικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
генетический, генетическая, генетическое, генетических, генетического

γενετικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
genetisk, genetiske, arve, arvelig

γενετικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
genetisk, genetiska, genetiskt, den genetiska, arvs

γενετικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
geneettinen, geneettisen, geneettisten, geneettistä, geneettisiä

γενετικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
genetiske, genetisk, den genetiske

γενετικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
genetický, genetické, genetická, genetického, genetickou

γενετικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
genetyczny, genowy, genetyczne, genetyczna, genetycznej, genetycznych

γενετικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
genetikai, a genetikai, genetikus

γενετικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genetik, genetik bir, bir genetik, gen

γενετικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
генетичний, генетичного

γενετικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjenetik, gjenetike, gjenetik të, gjenetik i, gjenetike e

γενετικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
генетичен, генетична, генетично, генетичната, генетичния

γενετικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
генетычны, генетычным

γενετικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
geneetiline, geneetilise, geneetiliste, geneetilist, geneetilised

γενετικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
genetski, genetici, genetska, generički, genetske, genetskog, genetsko

γενετικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erfðafræðilega, erfðaefni, erfða, erfðafræðilegar, erfðafræðileg

γενετικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
genetinis, genetinė, genetinės, genetinių, genetiniai

γενετικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedzimts, pārmantots, ģenētisks, ģenētiskā, ģenētisko, ģenētiskās, ģenētiskais

γενετικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
генетската, генетските, генетски, генетскиот, генетска

γενετικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ereditar, genetic, genetice, genetică, genetica

γενετικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
genetska, genetsko, genetske, genetski, genska

γενετικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
genetický, genetického, genetické, geneticky, genetickú
Τυχαίες λέξεις