Utjecati στα ελληνικά
Μετάφραση: utjecati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόληψη, προκατάληψη, επιρροή, επενεργώ, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dokazati στα ελληνικά - μαρτυρία, αποδείξεις, στοιχεία, απόδειξη, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, ...
- godišnji στα ελληνικά - ετήσια, ετήσιος, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
- olakša στα ελληνικά - διευκολύνω, ευκολία, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση
- opružiti στα ελληνικά - απλώνομαι, απλωσιά, εξάπλωση, κατάκλιση, επέκταση, εξάπλωσης, διάχυση
Τυχαίες λέξεις
Utjecati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόληψη, προκατάληψη, επιρροή, επενεργώ, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Μεταφράσεις: πρόληψη, προκατάληψη, επιρροή, επενεργώ, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει