Επενέργεια στα κροατικά

Μετάφραση: επενέργεια, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stroj, akcija, utjecat, utjecali, djelovanjem, utjecajem, radnja, utjecaj, utjecati, posljedica, učinak, efekt, djelovanje
Επενέργεια στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επενέργεια

ενέργεια σημαίνει, ενέργεια συνώνυμο, ενάργεια συνώνυμο, ενέργεια ορισμος, επενέργεια λεξικό γλώσσας κροατικά, επενέργεια στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • επεκτείνω στα κροατικά - produžuje, širiti, širenje, naduti, razgranati, raširiti, dodati, ...
  • επεμβαίνω στα κροατικά - posredovati, interferirati, ometati, miješati, ometa, ometaju
  • επενδύω στα κροατικά - stih, poredati, uložiti, odjenuti, konopac, išpartati, put, ...
  • επενεργώ στα κροατικά - utjecat, utjecati, utjecajem, utjecaj, utjecali, djeluje, djela, ...
Τυχαίες λέξεις
Επενέργεια στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: stroj, akcija, utjecat, utjecali, djelovanjem, utjecajem, radnja, utjecaj, utjecati, posljedica, učinak, efekt, djelovanje