Vodeći στα ελληνικά
Μετάφραση: vodeći, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφέντης, κεντρικός, δεξιοτέχνης, κύριος, μετρ, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- despotski στα ελληνικά - αυθαίρετος, αυταρχικός, δεσποτική, δεσποτικό, δεσποτικές, δεσποτικός
- emocionalnu στα ελληνικά - συναισθηματικός, συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικά
- grnčar στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
- kukuljica στα ελληνικά - νύμφη, χρυσαλίδες, χρυσαλίδων, χρυσαλλίδες, pupae, χρυσαλλίδων
Τυχαίες λέξεις
Vodeći στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφέντης, κεντρικός, δεξιοτέχνης, κύριος, μετρ, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας
Μεταφράσεις: αφέντης, κεντρικός, δεξιοτέχνης, κύριος, μετρ, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, οδηγώντας