Accumulo στα ελληνικά

Μετάφραση: accumulo, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθησαυρίζω, συσσωρεύω
Accumulo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accipiter στα ελληνικά - γεράκι
  • accola στα ελληνικά - γείτονας
  • accusativus στα ελληνικά - αιτιατική
Τυχαίες λέξεις
Accumulo στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθησαυρίζω, συσσωρεύω