Indignatio στα ελληνικά

Μετάφραση: indignatio, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσαρέσκεια, δυσφορία, αγανάκτηση
Indignatio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indicium στα ελληνικά - υπογράφω, μαρτυρία, απόδειξη, βέργα, αποδείξεις, στοιχεία, πίνακας, ...
  • indigeo στα ελληνικά - ανάγκη, χρειάζομαι
  • induco στα ελληνικά - ηγούμαι, εισάγω, συστήνω, λουρί, μόλυβδος
  • indulgens στα ελληνικά - μακρόθυμος, επιεικής
Τυχαίες λέξεις
Indignatio στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσαρέσκεια, δυσφορία, αγανάκτηση