Λέξη: αντιδραστήρας

Σχετικές λέξεις: αντιδραστήρας

αντιδραστήρας υδρογόνου, αντιδραστήρας 4 της φουκοσιμα, αντιδραστήρας διαλείποντος έργου, αντιδραστήρας pfr, θερμοπυρηνικός αντιδραστήρας, αντιδραστήρας σύντηξης, πυρηνικόσ αντιδραστήρασ, αντιδραστήρας βιοντίζελ, αντιδραστήρας εμβολικής ροής, αντιδραστήρας cstr

Συνώνυμα: αντιδραστήρας

αντιδραστήρ, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνικός αντιδραστήρ

Μεταφράσεις: αντιδραστήρας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reactor, reactor was, reactor is, The reactor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reactor, reactor de, del reactor, reactores, de reactor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reaktor, Reaktor, Reaktors
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réacteur, réacteurs, réacteur de, réacteur à
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reattore, del reattore, reattore di, reattori, reattore a
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reator, reactor, reactor de, do reactor, reator de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reactor, de reactor, reaktor, reactor van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реактор, стабилизатор, реактора, реакторе, реакторов
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reaktor, reaktoren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reaktor, reaktorn
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuristin, reaktori, reaktorin, reaktoriin, reaktorissa, reaktorista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kernereaktor, reaktor, reaktoren, reaktorens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
reaktor, reaktoru, v reaktoru, reaktorem, reaktorů
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reaktor, dławik, reaktora, reaktorze, w reaktorze, reaktorów
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reaktor, reaktorban, reaktorba, reaktort, reaktorból
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reaktör, reaktörü, reaktörün, bir reaktör
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
реактивність, реактор, Реактори, реактора
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reaktor, reaktori, reaktorit, reaktori i, reaktorin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реактор, реактора, на реактора, реактор с
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэактар, рэдактар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reaktor, reaktori, reaktorisse, reaktoris, reaktorite
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
reaktora, reaktor, reaktoru, reaktorske
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reactor, hvarfrými, Hvarftankurinn, kjarnaofninn, kjarnaofni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reaktorius, reaktoriaus, reaktorių, reaktoriuje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reaktors, reaktora, reaktoru, reaktorā, reaktora aktīvās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реактор, реакторот, на реакторот, реактор во, реактори
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reactor, reactorului, reactor de, reactorul, reactor cu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reaktor, reaktorja, reaktorjev, reaktorju, reaktorske
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reaktor, reaktora, reaktoru
Τυχαίες λέξεις