Laboro στα ελληνικά
Μετάφραση: laboro, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, μόχθος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- labor στα ελληνικά - κόπωση, κόπος, εργασία, δουλειά, δουλεύω, κούραση, κακουχία, ...
- laboriosus στα ελληνικά - κοπιαστικός, πολύμοχθος
- labrum στα ελληνικά - χείλι
Τυχαίες λέξεις
Laboro στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, μόχθος
Μεταφράσεις: κόπος, μόχθος