Λέξη: δονούμαι
Συνώνυμα: δονούμαι
λαρυγγίζω, τρεμουλιάζω, τρέμω, πάλλομαι, πάλλω, δονώ, πάλομαι
Μεταφράσεις: δονούμαι
δονούμαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
throb, pulsate, quaver, vibrate
δονούμαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
latido, latir, golpear, vibración, pulsar, palpitar, vibrar, pulsan
δονούμαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pulsieren, pulsiert, zu pulsieren, pulsate
δονούμαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
battre, battement, frissonnement, vibration, pulsation, frapper, tressaillement, cogner, pouls, palpiter, frémissement, pulser, vibrer, pulsations, des pulsations
δονούμαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
battito, battere, pulsare, pulsano, pulserà, pulsate, palpitare
δονούμαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pulsar, pulsam, pulsate, vibrar, palpitar
δονούμαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kloppen, pulseren, pulserende, pulseert, trillen
δονούμαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
биение, агония, пульсация, пульсировать, волнение, пульсируют, пульсирует, биться, пульсирующий
δονούμαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slå, banke, pulsere, pulserer, pulsate
δονούμαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pulsera, pulserar, att pulsera, pulseras, pulseras ut
δονούμαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jyskyttää, sykkiä, pulsate, sykkivät, sykkii, sykkivään
δονούμαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pulsere, pulserer, pulsate
δονούμαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bušit, bušení, tlukot, bít, tep, tlouct, tlouci, záchvěv, mlátit, pulsovat, pulzují, pulsují, pulzovat, pulsuje
δονούμαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drganie, tętnić, dreszcz, bić, bicie, pukać, pulsować, puls, drgać, trombina, pulsują, pulsuje, pulsate
δονούμαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lüktet, pulzálnak, lüktetni, pulzálni, pulzál
δονούμαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zonklamak, titreşmek, pulsatının, pulsate, atmak
δονούμαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пульсація, пульсувати, мигати, миготіти, пульсуватиме, пульсіровать
δονούμαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rreh, dridhem
δονούμαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
треперя, пулсирам, пулсират, пулсира, да пулсират
δονούμαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пульсаваць
δονούμαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tukse, tuksuma, tuikama, pulseerima, pulseerivad, pulseeri, Värähdellä
δονούμαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udaranje, vibrirati, bilo, lupati, pulsiranje, pulsirati, pulsiraju, pulsira, udarati, kucati
δονούμαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pulsate
δονούμαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pulsuoti, pulsuoja, tvinkčioti, plakti, drebėti
δονούμαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trīsēt, pulsē, pulsate, pulsēt
δονούμαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пулсираат, пулсира, пулсираше, пулсирам
δονούμαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pulsa, pulseze, pulseaza, pulsează, pulsand
δονούμαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bít, pulzira, pulzirajoča, Pulsirati, s Pulsirati
δονούμαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bít, pulzovať, pulsovat
Τυχαίες λέξεις