Laxo στα ελληνικά

Μετάφραση: laxo, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνω, κυκλοφορώ, πλαταίνω, διευρύνω, φαρδαίνω, μολάρω, δημοσιεύω, χαλαρώνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, μεγεθύνω, εκκρίνω
Laxo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laurus στα ελληνικά - δάφνη
  • laus στα ελληνικά - μεγαλείο, εκθειάζω, έπαινος, δόξα
  • lectica στα ελληνικά - απορρίμματα, σκουπίδια
  • lectio στα ελληνικά - διάβασμα
Τυχαίες λέξεις
Laxo στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνω, κυκλοφορώ, πλαταίνω, διευρύνω, φαρδαίνω, μολάρω, δημοσιεύω, χαλαρώνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, μεγεθύνω, εκκρίνω