Būt στα ελληνικά

Μετάφραση: būt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, έχε, αμπάρι, είμαι, υπάρχω, διανύω, βρίσκομαι, κρατώ, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Būt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • būda στα ελληνικά - καλύβα, υπόστεγο, Ξύλινη Καλύβα, Shack, παράγκα, παράγκας
  • būris στα ελληνικά - κλουβί, κλωβό, κλωβού, κλωβός, κλουβιού
  • būtne στα ελληνικά - όν, πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα
  • būtība στα ελληνικά - καρδιά, πυρήνας, ψίχα, ουσία, κέντρο, ουσίαν, ουσιαστικά
Τυχαίες λέξεις
Būt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, έχε, αμπάρι, είμαι, υπάρχω, διανύω, βρίσκομαι, κρατώ, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε