Λέξη: μαρτύριο

Σχετικές λέξεις: μαρτύριο

μαρτύριο στίχοι, μαρτύριο αγίου πολυκάρπου, μαρτύριο βίσση, μαρτύριο σισύφου, μαρτύριο της σταγόνας, μαρτύριο συνειδήσεως, μαρτύριο του ταντάλου, μαρτύριο του σίσυφου, μαρτύριο 13 μοναχών της καντάρας, μαρτύριο αγίου γεωργίου

Συνώνυμα: μαρτύριο

αγωνία, βασανιστήριο, βάσανος

Μεταφράσεις: μαρτύριο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
martyrdom, torture, agony, torment, martyred
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
martirio, el martirio, del martirio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
märtyrertod, martyrium, Martyrium, Martyriums, Märtyrertod, Märtyrertum, das Martyrium
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calvaire, martyre, le martyre, martyr, du martyre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
martirio, il martirio, del martirio, al martirio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
martírio, o martírio, do martírio
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
marteldood, martelaarschap, het martelaarschap, martelaar, gemarteld
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мученичество, мука, мученичества, мученическая смерть, мученичеством, мученической
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
martyrdom, martyrium, martyriet, martyrdød, martyrdøden
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
martyriets, martyrskap, martyrium, martyrdöd, martyrskapet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
marttyyrikuolema, marttyyrius, marttyyrikuolemiin, marttyyrikuolemaa, marttyyrikuolemaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
martyrium, martyriet, martyrdød, martyrdøden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
umučení, mučednictví, mučednická smrt, mučednictvím, mučednická, mučednické smrti
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
martyrologia, męczeństwo, męczeństwa, męczeństwie, męczeństwem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mártíromság, vértanúság, vértanúhalál, mártíromságot, vértanúságot, mártíromságra
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şehitlik, şehit, şehadet, şehitliği, şehadeti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мученик, мучеництво, мучеництва
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
therori, martirizimit, martirizimi, martirizim, shehidllëku
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъченичество, мъченичеството, мъченическа смърт, мъченическата, мъченическата смърт
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакутніцтва, мучаніцтва
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märterlus, märtrisurm, märtrisurma, kannatustega, kannatustega seotud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mučeništvo, mučeništvu, mučeništva, teška patnja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
martyrdom
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
martyrium
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kankinystė, Martyrologia, Mokas, kankinio mirtis, kančia
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mokpilna dzīve, mokas, spīdzinājuši, spīdzinājuši vai, mocības
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мачеништво, мачеништвото, маченички, маченичката
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
martiriu, martiriul, martiriului, martirajul, martiraj
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mučeništvo, mučenja, mučeništva
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
umučení, mučeníctvo, mučeníctva, mučeníctve, mučeníctvu, mučeníckej smrti
Τυχαίες λέξεις