Cilvēki στα ελληνικά
Μετάφραση: cilvēki, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Μεταφράσεις
- cilvēcisks στα ελληνικά - άνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ανθρώπινης
- cilvēcīgs στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
- cilvēks στα ελληνικά - άνδρας, συνάδελφος, επανδρώνω, πρόσωπο, ανθρώπινος, θνητός, ατομικός, ...
- cilvēkēdājs στα ελληνικά - καννίβαλος, ανθρωποφάγος, Cannibal, κανίβαλος, κανιβάλων
Τυχαίες λέξεις
Cilvēki στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Μεταφράσεις: άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι