Dalīšana στα ελληνικά
Μετάφραση: dalīšana, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Μεταφράσεις
- dakšas στα ελληνικά - περόνη, δίκρανο, όνυχα, οδόντα, προεξοχή
- dakšiņa στα ελληνικά - πιρούνι, πιρουνιού, περόνη, διακλάδωση, πηρούνι
- dambis στα ελληνικά - φράγμα, φραγμός, τάφρος, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα
- darbarīks στα ελληνικά - εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
Τυχαίες λέξεις
Dalīšana στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Μεταφράσεις: διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό