Λέξη: αμφισβητήσιμος
Σχετικές λέξεις: αμφισβητήσιμος
αμφισβητήσιμος αντωνυμα, αμφισβητήσιμος αντωνυμο
Συνώνυμα: αμφισβητήσιμος
συζητήσιμος, φιλόνικος, διαμφισβητούμενος, διαφιλονικούμενος, αμφιλεγόμενος, επίμαχος
Μεταφράσεις: αμφισβητήσιμος
αμφισβητήσιμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disputable, controversial, questionable, debatable, contestable, controvertible
αμφισβητήσιμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disputable, polémico, litigioso, cuestionable, discutible, cuestionables, dudosa, dudoso
αμφισβητήσιμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umstritten, strittig, brisant, fragwürdig, fraglich, bedenklich, fragwürdige
αμφισβητήσιμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
litigieux, litigieuse, polémique, contentieux, problématique, contestable, discutable, douteuse, douteux, demander
αμφισβητήσιμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
discutibile, discutibili, dubbio, dubbia, opinabile
αμφισβητήσιμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
questionável, questionáveis, duvidosa, discutível, duvidoso
αμφισβητήσιμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
twijfelachtig, bedenkelijk, twijfelachtige, vraag, de vraag
αμφισβητήσιμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
противоречивый, разноречивый, полемический, спорый, сомнительный, дискуссионный, недоказанный, неясный, спорный, сомнительна, под вопросом, сомнительной, сомнительно
αμφισβητήσιμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tvilsom, tvilsomt, tvilsomme, tvils, tvil
αμφισβητήσιμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvivel, tveksamt, ifrågasättas, tvivelaktiga, tvivelaktig
αμφισβητήσιμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väiteltävä, kiisteltävä, kiistelty, kyseenalainen, kyseenalaista, kyseenalaisia, kyseenalaisen
αμφισβητήσιμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tvivlsom, tvivlsomt, tvivlsomme, spørgsmålstegn
αμφισβητήσιμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sporný, polemický, problematický, diskutabilní, sporné, sporná
αμφισβητήσιμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyskusyjny, kontrowersyjny, sporny, polemiczny, wątpliwy, wątpliwe, wątpliwa, wątpliwości
αμφισβητήσιμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kérdéses, vitatható, megkérdőjelezhető, kétséges
αμφισβητήσιμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekişmeli, kuşkulu, şüpheli, tartışmalı, sorgulanabilir, Akıllarda soru
αμφισβητήσιμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дискусійний, спірний, полемічний, сумнівний, сумнівне
αμφισβητήσιμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i diskutueshëm, diskutueshme, e diskutueshme, dyshimtë, të diskutueshme
αμφισβητήσιμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съмнителен, въпрос, под въпрос, съмнителна, спорна
αμφισβητήσιμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сумніўны, сумнеўны, сумніцельны, сумнеўным
αμφισβητήσιμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaieldav, kahtlane, küsitav, küsitavaks, küsitava, kaheldav
αμφισβητήσιμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sporan, kontroverzan, sumnjiv, upitna, upitno, upitan, upitne
αμφισβητήσιμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vafasamt, vafasama, varasamt, vafasöm, efa
αμφισβητήσιμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abejotinas, abejotina, abejotini
αμφισβητήσιμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apšaubāms, apšaubāma, apšaubāmi
αμφισβητήσιμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дискутабилна, дискутабилен, дискутабилно, сомнителна, сомнителни
αμφισβητήσιμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
controversat, discutabil, discutabilă, îndoielnică, discutabile, semnul întrebării
αμφισβητήσιμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vprašljiva, vprašljivo, vprašljiv, vprašljivi
αμφισβητήσιμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sporný, problematický, diskutabilný, diskutabilné, diskutabilná, otázne, sporné
Τυχαίες λέξεις