Λέξη: κοστίζω

Συνώνυμα: κοστίζω

στοιχίζω, κοστολογώ

Μεταφράσεις: κοστίζω

κοστίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cost, kostizo

κοστίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coste, importe, gastos, costar, costo, kostizo

κοστίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spesen, preis, aufwand, ausgabe, kosten, unkosten, einkaufspreis, kostizo

κοστίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
valûmes, valu, valurent, valoir, coûtez, coûta, valons, coûtés, coûtons, valois, coûté, valus, coût, coûtai, frais, coûtées, kostizo

κοστίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costare, costo, kostizo

κοστίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
custar, custo, custos, kostizo

κοστίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kosten, kostizo

κοστίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обходиться, обойтись, стоить, пробовать, отведывать, доставаться, цена, стоимость, себестоимость, kostizo

κοστίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kostnad, koste, kostizo

κοστίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kosta, pris, kostnad, kostizo

κοστίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maksaa, arvo, kustannukset, kustannus, hinta, kulu, kostizo

κοστίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pris, koste, kostizo

κοστίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cena, náklady, stát, výdaje, útraty, kostizo

κοστίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kosztować, cena, oplatanie, ekonomiczność, kosztowanie, koszt, kosz, kostizo

κοστίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kostizo

κοστίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kostizo

κοστίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
собівартість, коштувати, ціна, вартість, kostizo

κοστίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kostizo

κοστίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цена, kostizo

κοστίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
kostizo

κοστίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maksumus, maksma, kulu, kostizo

κοστίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stajati, trošak, troškovne, koštanju, cijena, koštanje, koštati, vrijednost, kostizo

κοστίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kosta, verð, kostizo

κοστίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sumptus

κοστίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaina, vertė, kostizo

κοστίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cena, kostizo

κοστίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
kostizo

κοστίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
preţ, kostizo

κοστίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stojí, cena, naklad, stál, kostizo

κοστίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náklady, stojí, stál, výdaje, kostizo
Τυχαίες λέξεις