Disciplinētība στα ελληνικά

Μετάφραση: disciplinētība, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τομέας, αντικείμενο, γραφείο, υπήκοος, πειθαρχώ, μελέτη, σπουδάζω, πειθαρχία, σπουδές, πεδίο, θέμα, υποκείμενο, χωράφι, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Disciplinētība στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • direktors στα ελληνικά - διευθυντής, σκηνοθέτης, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
  • dirižablis στα ελληνικά - μικρό αερόστατο, γεμιστές, πηδαλιουχούμενο εύκαμπτο αερόστατο, αερόστατο, αερόπλοιο
  • disciplīna στα ελληνικά - γραφείο, τομέας, θέμα, υπήκοος, σπουδάζω, μελέτη, πειθαρχώ, ...
  • disertācija στα ελληνικά - διατριβή, πραγματεία, εργασία, διατριβής, θέση, εργασίας
Τυχαίες λέξεις
Disciplinētība στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τομέας, αντικείμενο, γραφείο, υπήκοος, πειθαρχώ, μελέτη, σπουδάζω, πειθαρχία, σπουδές, πεδίο, θέμα, υποκείμενο, χωράφι, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία