Λέξη: αναθεματίζω

Μεταφράσεις: αναθεματίζω

αναθεματίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excommunicate, anathematize

αναθεματίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excomulgar, anatematizar, anathematize, anatematizar a, anatemizar, anatematizaría

αναθεματίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anathematize, verdammen, verfluche, verfluchen

αναθεματίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excommunier, anathématiser, anathème, maudire, jeter l'anathème, l'anathème

αναθεματίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anathematize, anatemizzare, rinuncino, rinuncino a

αναθεματίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anatematizar, anatematizamos, anatemizar, anathematize, amaldiçoam

αναθεματίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anathemiseren, vervloeken, een vervloeking, vervloeking, vervloeking verbonden

αναθεματίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отлучать, предавать анафеме, анафеме, анафематствовать, анафематствуем, предать анафеме

αναθεματίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirota, tuomita

αναθεματίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyloučit, vyobcovat, exkomunikovat, anathematize

αναθεματίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekskomunikować, wykląć, wyklinać, anathematize, wyklinamy

αναθεματίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiátkoz, egyházi átokkal sújt, kiátkozza

αναθεματίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lanetlemek, anathematize, afaroz, afaroz etmek

αναθεματίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піддавати анафемі, віддавати анафемі

αναθεματίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkishëroj, mallkojë, mallkoj

αναθεματίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заклеймявам, порицавам, анатемосат, анатемосвам, проклинам

αναθεματίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даводзіць да агульнага, здраджваць, выдаваць, аддаваць, даводзіць да

αναθεματίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izbaciti, izopćiti, prokleti, baciti anatemu na nekoga, udariti anatemom

αναθεματίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anatemiza, anatemizăm, anatemizeze, anatematizăm, anatemizează

αναθεματίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anathematize

αναθεματίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
anathematize
Τυχαίες λέξεις