Drošs στα ελληνικά

Μετάφραση: drošs, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενναίος, θαρραλέος, σίγουρος, χρηματοκιβώτιο, βέβαιος, ασφαλής, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
Drošs στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drosme στα ελληνικά - γενναιότητα, θάρρος, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος
  • drosmīgs στα ελληνικά - γενναίος, θαρραλέος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους
  • drošsirdība στα ελληνικά - ανδρεία, την ανδρεία, ικανότητα, ανδρείας, δεξιότητα
  • drošsirdīgs στα ελληνικά - γενναίος, θαρραλέος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους
Τυχαίες λέξεις
Drošs στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενναίος, θαρραλέος, σίγουρος, χρηματοκιβώτιο, βέβαιος, ασφαλής, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς