Λέξη: αναμαλλιάζω

Συνώνυμα: αναμαλλιάζω

θέτω σε αταξία

Μεταφράσεις: αναμαλλιάζω

αναμαλλιάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ruffle, disarrange

αναμαλλιάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fruncir, perturbar, desgreñar, desarreglar, disarrange, descomponer

αναμαλλιάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlägerei, rüsche, mischen, krause, dekoration, halskrause, zierrat, falbel, vermischen, disarrange

αναμαλλιάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jabot, bagarre, hérisser, dépeigner, irriter, agacer, écheveler, horripiler, ébouriffer, exciter, ornement, harceler, rider, décoiffer, malaxer, dissiper, déranger, disarrange

αναμαλλιάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
increspare, arruffare, disarrange

αναμαλλιάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desarranjar, desarranjo, desarranjamos, desordenar, desorganizar

αναμαλλιάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
in de war brengen, in wanorde brengen, verwarren

αναμαλλιάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гофрировать, рябить, сердить, взлохмачивать, ерошить, волновать, задирать, раздражать, растрепать, расстраивать

αναμαλλιάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
disarrange

αναμαλλιάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bråk, rynka, BRINGA I OORDNING

αναμαλλιάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saattaa epäjärjestykseen, epäjärjestykseen

αναμαλλιάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uorden, bringe uorden

αναμαλλιάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozčílit, zčeřit, cuchat, rozcuchat, čeřit, rozházet, rozčilit, podráždit, dráždit, uvést ve zmatek

αναμαλλιάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmarszczyć, drażnić, mierzwić, nastroszać, bałaganić, wichrzyć, niepokoić, marszczyć, pognieść, gnieść, czochrać, rozczochrać, rozwiewać, burzyć, jeżyć, zwichrzać, zepsuć, dezorganizować, wprowadzać bałagan

αναμαλλιάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összezavar, felforgat

αναμαλλιάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
buruşturmak, karıştırmak, düzenini bozmak, disarrange

αναμαλλιάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роздратовання, роздратовувати, оборка, сутичка, засмучувати, розбудовувати, турбувати, розстроювати

αναμαλλιάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trazon, prish, çrregulloj

αναμαλλιάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оборка, разбърквам, разтурвам

αναμαλλιάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хваляваць, расстройваць, расчароўваць, вярэдзіць

αναμαλλιάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lehitsema, suletutt, bordüür, segi ajama, epäjärjestykseen, Võib epäjärjestykseen

αναμαλλιάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzrujanost, razbarušiti, poremetiti, dezorganizirati, praviti nered, pobrkati, remetiti

αναμαλλιάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
disarrange

αναμαλλιάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dezorganizuoti, padaryti netvarką, išnaršyti, Ardyti, Dezorganizować

αναμαλλιάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izjaukt, sajaukt

αναμαλλιάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
disarrange

αναμαλλιάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
da peste cap, deranja, strica, face dezordine în

αναμαλλιάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volán, Mešati

αναμαλλιάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
volán, uviesť, zdôrazniť, poznamenať, uvádzať
Τυχαίες λέξεις