Eksaminēt στα ελληνικά

Μετάφραση: eksaminēt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξετάζω, βλέπω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
Eksaminēt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ekonomisks στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
  • ekrāns στα ελληνικά - περίβλημα, εξετάζω, ασπίδα, οθόνη, οθόνης, της οθόνης, οθ νη, ...
  • ekscentrisks στα ελληνικά - εκκεντρικός, ιδιότροπος, παράξενος, αλλόκοτος, παράξενη, περίεργη, παράξενο
  • eksemplārs στα ελληνικά - δείγμα, αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
Τυχαίες λέξεις
Eksaminēt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξετάζω, βλέπω, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν