Inerce στα ελληνικά
Μετάφραση: inerce, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- industriāls στα ελληνικά - βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
- indīgs στα ελληνικά - τοξικός, δηλητηριώδης, δηλητηριώδη, δηλητηριώδες, δηλητηριώδεις, δηλητηριωδών
- infekcija στα ελληνικά - μόλυνση, λοίμωξη, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
- inficēt στα ελληνικά - μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Τυχαίες λέξεις
Inerce στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας
Μεταφράσεις: αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας