Λέξη: αποτέλεσμα

Σχετικές λέξεις: αποτέλεσμα

αποτέλεσμα μπάσκετ, αποτέλεσμα παοκ ολυμπιακός, αποτέλεσμα αίτησης κοινωνικού μερίσματος, αποτέλεσμα κοινωνικού μερίσματος, αποτέλεσμα συνώνυμο, αποτέλεσμα οπαπ, αποτελεσματα τζόκερ, αποτέλεσμα β εθνικής, αποτέλεσμα κινο, αποτέλεσμα ποδόσφαιρο

Συνώνυμα: αποτέλεσμα

σκορ, εικοσάς, εντομή, λογαριασμός, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, εντύπωση, εξαγόμενο, απόδοση, έκβαση, συμπέρασμα, αλληλουχία, ακολουθία, σειρά, διαδοχή, έκφυση, απόφυση, φυσική συνέπεια, σύναψη, τέλος, κατάληξη, λήξη, μετενέργεια, επακόλουθο, απόρροια

Μεταφράσεις: αποτέλεσμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
result, effect, outcome, a result, results
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resultado, efecto, consecuencia, resulta, secuela, resultado de, resultados, número
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
folge, ergebnis, wirkung, fazit, effekt, lösung, resultat, befund, Ergebnis, Folge, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aboutissez, résultez, suite, provenir, aboutissons, ressortir, aboutissent, solution, terminer, issue, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risultare, esito, derivare, effetto, conseguenza, risultato, risultati, seguito, causa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restrito, efeitos, efeito, resultar, redundar, impressão, consequência, resultado, conclusão, resultados, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bevinding, uitvloeisel, afstammen, gevolg, resultaat, oplossing, voortvloeisel, uitkomst, effect, uitslag, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исход, следствие, влияние, эффект, результат, проистекать, решение, последствие, порождение, результатом, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
effekt, utfall, resultat, konsekvens, følge, resultatet, produktet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konsekvens, resultat, effekt, följd, slutsats, resultatet, grund, till följd
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koitua, vaikutukset, vaikutus, teho, vastaus, tulos, ratkaisu, seurauksena, tuloksena, tuloksen, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
følge, udfald, resultat, virkning, konsekvens, resultatet, grund, skyldes
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
následek, účinek, vyplývat, plynout, vyústit, končit, výsledek, důsledek, výsledkem, výsledku, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wynikać, spowodować, wynik, skutek, owocować, powodować, rezultat, kończyć, skutkować, zaowocować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eredmény, eredményeként, eredménye, eredményeképpen, következtében
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çözüm, etki, sonuç, eriyik, sonucu, sonucudur, sonuçları, sonucunda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
реструктурування, реструктуризація, результат
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rezultat, Rezultati, rezultat i, pasojë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ефект, последствие, резултат, резултат на, вследствие, поради, в резултат
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вынік, рэзультат
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tulemus, lõppema, tulemusena, tulemusel, tõttu, tulemuse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nastati, zaključan, rezultat, posljedica, rezultat je, rezultati, ishod
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afleiðing, niðurstaðan, útkoma, niðurstaða, niðurstöðu
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
eventus, effectus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rezultatas, pasekmė, padarinys, poveikis, rezultatai, rezultatų, rezultatą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sekas, ietekme, rezultāts, rezultātā, rezultātu, rezultāti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
резултат, резултатот, резултат на, резултат на тоа, пронајден
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rezultat, consecinţă, urmare, urma, rezultatul, consecință
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
následek, rezultat, rezultati, posledica, izid
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výsledok, Podrobnosti o, Podrobnosti, výsledky, výsledku

Στατιστικά δημοτικότητας: αποτέλεσμα

Τυχαίες λέξεις