Λέξη: εκλιπαρώ
Σχετικές λέξεις: εκλιπαρώ
εκλιπαρώ λεξικό, εκλιπαρώ στα αγγλικα, εκλιπαρώ συνωνυμο, εκλιπαρώ συνώνυμα, εκλιπαρώ βικιλεξικο, εκλιπαρώ ετυμολογία
Συνώνυμα: εκλιπαρώ
υπερεπιθυμώ, λαχταρώ, ποθώ, εξορκίζω, ορκίζω, ζητώ, παρακαλώ, εξαιτούμαι, ικετεύω
Μεταφράσεις: εκλιπαρώ
εκλιπαρώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
entreat, crave, supplicate, adjure, solicit, implore
εκλιπαρώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conjurar, demandar, implorar, apetecer, anhelan, desear, anhelar
εκλιπαρώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begehren, erflehen, lechzen, sehnen, sehnen sich
εκλιπαρώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conjurer, réquisition, adjurer, solliciter, envie, implorer, crave, l'envie
εκλιπαρώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bramare, desiderare, bramano, implora, desiderare ardentemente
εκλιπαρώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
almejar, implorar, anseiam, almeja, desejar
εκλιπαρώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
begeren, smeken, hunkeren, hunkeren naar, hunkert
εκλιπαρώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умалчивать, молить, умолять, упрашивать, заклинать, умолить, упросить, жаждать, жаждут, жаждете, жаждет, жажду
εκλιπαρώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bønnfalle, begjærer, ønsker, krever, kreve, digger
εκλιπαρώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
längta, ber, längtar, längtar efter, crave
εκλιπαρώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vedota, anoa, rukoilla, pyytää, haluta kovasti, crave, halajavat, kaipaavat, kaipaat
εκλιπαρώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørster, beder, beder om, higer, higer efter
εκλιπαρώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zapřísahat, dožadovat se, toužit po, touží, touží po, dožadovat
εκλιπαρώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prosić, wybłagać, błagać, pragnąć, pożądać, pragną, pragniesz, crave
εκλιπαρώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sóvárog, vágynak, vágyik, vágynak a, vágyom
εκλιπαρώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalvarmak, istemek, can atıyorum, hasret, crave
εκλιπαρώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
благайте, витяг, благати, жадати, спраги, прагнути, прагнутиме, бажати
εκλιπαρώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vdes për, vdes, të vdes, dëshiroj, kërkoj
εκλιπαρώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пожелавам, жадуват, жадуват за, копнеят, жадува
εκλιπαρώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прагнуць, спрагнецца, смагі цярпець, смагі
εκλιπαρώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
anuma, paluma, ihkama, ihaldama, Soovida, ihaldavad, crave
εκλιπαρώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preklinjati, zaklinjati, žudjeti, žude, žuditi, žude za, čeznuti
εκλιπαρώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sárþarfnast, löngun, sterka löngun, löngun í, þráum
εκλιπαρώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
oro, precor
εκλιπαρώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
geisti, trokšta, trokšti, trokštame, Pożądać
εκλιπαρώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alkt, alkst, kārot, gribi
εκλιπαρώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жедни, се жедни, пожелавам, жедни за, се жедни за
εκλιπαρώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aștepta cu nerăbdare, implora, tanjesc dupa, Caut, tanjesc
εκλιπαρώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hrepenijo, hrepenite, hrepenijo po, Žedneti, si želijo
εκλιπαρώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dožadovať, dovolávať, požadovať, domáhať, vyžiadať ich
Τυχαίες λέξεις