Kontrolēt στα ελληνικά
Μετάφραση: kontrolēt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντολή, εξουσιάζω, έλεγχος, διατάζω, προστάζω, προσταγή, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kontrakts στα ελληνικά - προσβάλλομαι, συμβόλαιο, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων
- kontrole στα ελληνικά - εξουσιάζω, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
- konuss στα ελληνικά - κώνος, κώνου, κώνο, του κώνου, κωνικό
- kopa στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, συνάθροιση, συναρμολόγηση, συναρμολόγησης, συναρμολόγημα, συναρμολογήσεως
Τυχαίες λέξεις
Kontrolēt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντολή, εξουσιάζω, έλεγχος, διατάζω, προστάζω, προσταγή, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Μεταφράσεις: εντολή, εξουσιάζω, έλεγχος, διατάζω, προστάζω, προσταγή, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της