Εξουσιάζω στα λετονικά

Μετάφραση: εξουσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kontrole, regulēšana, vara, uzraudzība, uzraudzīt, vadīt, apvaldīt, savaldīšanās, kontrolēt, noraidīt, anulēt, neņemt, var anulēt, var noraidīt
Εξουσιάζω στα λετονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιάζω

εξουσιάζω λεξικό γλώσσας λετονικά, εξουσιάζω στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • εξορκίζω στα λετονικά - apvārdot
  • εξουσία στα λετονικά - amats, postenis, spēks, tiesības, spēja, autoritāte, kompetence, ...
  • εξουσιοδοτούμαι στα λετονικά - ieguldīt, investēt, esmu, am, es
  • εξουσιοδοτώ στα λετονικά - atļaut, pilnvarot, atļauj, atļauju, ļaut
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιάζω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: kontrole, regulēšana, vara, uzraudzība, uzraudzīt, vadīt, apvaldīt, savaldīšanās, kontrolēt, noraidīt, anulēt, neņemt, var anulēt, var noraidīt