Pildīt στα ελληνικά
Μετάφραση: pildīt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, εκπλήρωση, εκπληρώσει, πληρούν, εκπληρώσουν, εκπληρώσει τις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pieņemams στα ελληνικά - εφικτός, πιθανός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτού
- pieņemt στα ελληνικά - παίρνω, δέχομαι, έχε, παραδέχομαι, αποδέχομαι, έχω, δεχθεί, ...
- pildīties στα ελληνικά - γεμίζω, να γεμίσει, να συμπληρωθεί, να συμπληρωθούν, να πληρωθεί, να γεμίσουν
- piliens στα ελληνικά - μειώνομαι, σταγόνα, ρανίδα, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Pildīt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, εκπλήρωση, εκπληρώσει, πληρούν, εκπληρώσουν, εκπληρώσει τις
Μεταφράσεις: γεμίζω, εκπλήρωση, εκπληρώσει, πληρούν, εκπληρώσουν, εκπληρώσει τις