Λέξη: διορία
Σχετικές λέξεις: διορία
διορία υποβολής φορολογικής δήλωσης, διορία του νέρωνος, διορία υποβολής φορολογικής δήλωσης 2012, διορία υποβολής φορολογικών δηλώσεων, διορία μέχρι ιούνιο για 180.000 «αιώνιους» φοιτητές αλλιώς διαγραφή, διορία φορολογικής δήλωσης, διορία στους αιώνιους φοιτητές, διορία υποβολής φορολογικής δήλωσης 2013, διορία ε9, διορία υποβολής φορολογικής δήλωσης 2014
Συνώνυμα: διορία
χρονικό όριο, τέλος της διορίας, τελευταία προθεσμία
Μεταφράσεις: διορία
διορία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
term, deadline, time limit, a deadline
διορία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mandato, plazo, trimestre, término, expresión, fecha tope, fecha límite, plazo de, fecha
διορία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdruck, laufzeit, fachbegriff, saison, begriff, amtszeit, fachausdruck, spielzeit, semester, termin, Einsendeschluss, Frist, Termin, Stichtag
διορία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dénommer, quartier, condition, ajournement, délai, semestre, trimestre, époque, période, temps, session, listing, durée, expression, qualifier, appellation, date limite, échéance, délais, date
διορία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espressione, termine, scadenza, termine di, termini, termine ultimo
διορία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vocábulo, expressão, termo, tergiversar, prazo de entrega, prazo, prazo de, prazo final, data limite
διορία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitdrukking, term, vakterm, deadline, termijn, uiterste datum, uiterste termijn, uiterste
διορία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
терм, предел, слово, триместр, срок, сессия, термин, семестр, условие, выражение, крайний срок, Крайний, предельный срок, срок подачи
διορία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
periode, semester, termin, frist, fristen, deadline, tidsfrist
διορία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
term, termin, deadline, tidsfrist, tidsfristen, tidsgräns, fristen
διορία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
termi, lukukausi, kausi, osanen, käsite, nimitys, ehto, nimike, määräaika, määräajan, määräaikaa, määräaikaan, määräajasta
διορία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udtryk, deadline, frist, fristen, tidsfrist
διορία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nazvat, pololetí, čtvrtletí, semestr, období, slovo, kvartál, termín, název, lhůta, pojmenovat, doba, čas, podmínka, výraz, člen, uzávěrka, lhůtu, termín odevzdání
διορία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
określenie, wyraz, wyrażenie, term, okres, pojęcie, warunek, stosunek, termin, trymestr, kwartał, semestr, nazywać, kategoria, człon, kadencja, ostateczny termin, terminu, terminie, deadline
διορία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határnap, szó, kifejezés, tag, szakszó, szemeszter, határidő, határidőt, határideje, határidejét, határidőig
διορία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vade, kavram, son teslim tarihi, tarihi, tarihi İhale Tarihi, son, son tarih
διορία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
термін, строк, умова, сесія, крайній термін, кінцевий термін, останній термін, граничний термін
διορία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
afati i fundit, afati, afati i, afati përfundimtar, afat kohor
διορία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
срок, краен срок, Краен срок за, крайния срок
διορία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крайні, апошні, скрайні, крайняя
διορία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tähtaeg, semester, oskussõna, tähtaja, tähtaega, tähtajaks, tähtajast
διορία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nazvati, označiti, trajanje, pojam, granica, rok, roka, krajnji rok, rok za
διορία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heiti, frestur, fresturinn, frest, Sækja um, skilafrestur
διορία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
terminas, galutinis terminas, termino, terminą, pateikimo terminas
διορία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
termiņš, termiņu, deadline, termiņa, termiĦš
διορία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рокот, рок, Крајниот рок, краен рок, Крајна
διορία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
termen, termen limită, termenul, termen limită de, termenul limită
διορία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
subjekt, termín, rok, Skrajni rok, rok za, roka
διορία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
období, termín, subjekt, lehota, obdobie, doba, lehoty