Λέξη: δόρυ

Σχετικές λέξεις: δόρυ

δόρυ ετυμολογία, δόρυ mieszko, δόρυ του έθνους, δόρυ αγγλικά, αρχαίο δόρυ, το δόρυ, δόρυ στα αγγλικά, δόρυ πληθυντικός

Συνώνυμα: δόρυ

λούτσος, ακόντιο, αιχμή, λύκος, διόδια, λόγχη, κοντάρι, μίσχος

Μεταφράσεις: δόρυ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spear, pike, a spear, lance, his spear
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asta, lanza, la lanza, lanza de, de lanza, una lanza
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
speer, lanze, Speer, Lanze, Spieß, Stange
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lance, javelot, dard, épieu, la lance, harpon, spear
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lancia, germoglio, la lancia, spear, subacquea
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lança, a lança, spear, lança de, submarina
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speer, spear, spies, lans, onderwatervissen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
копейщик, гарпун, копьё, копье, дротик, острога, копья, копьем
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spyd, lanse, spydet, spear
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spjut, spjutet, spear, lans
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seiväs, keihäs, keihään, spear, keihästä, keihäällä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spyd, lanse, spyddet, spydet, spear
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kopí, oštěp, kopím, spear, oštěpu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żądło, ostrze, oszczep, kopia, dzida, pika, wypustka, włócznia, iglica, włóczni, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lándzsás, csemete, dárdás, szivattyúkar, husáng, lándzsa, lándzsát, dárda, lándzsával, dárdát
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mızrak, kargı, spear, zıpkınla, zıpkın, deniz altı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спис, списа, списі
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtizë, shtiza, shtizës, shtizën, është shtiza
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
копие, копието, копието си, подводен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзіда, дзіду, кап'ё
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oda, spear, piik, piigi, piigiga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
govori, koplje, imao kopljaču, je imao kopljaču, mladica
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spjóti, spjót, spjótið, Spear, spjótiğ
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
spiculum, hasta, telum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ietis, žeberklas, diegas, harpūnas, apsmaigstyti, durti žeberklu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žebērklis, pīķis, šķēps, šķēpu, Spear, Žebērklis, šķēpa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
копје, копјето, со копје, копијата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lance, suliță, sulița, sulita, spear
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kopje, spear, Sulica, puscica, sulice
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kopí, oštep, oštepy
Τυχαίες λέξεις