Privāts στα ελληνικά
Μετάφραση: privāts, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικός, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- printeris στα ελληνικά - τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
- privilēģija στα ελληνικά - προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
- problēma στα ελληνικά - εξέταση, έρευνα, ερώτηση, ανάκριση, ζήτημα, ερώτημα, ανακρίνω, ...
- procedūra στα ελληνικά - κατεργάζομαι, διαδικασία, επεξεργάζομαι, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία
Τυχαίες λέξεις
Privāts στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικός, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Μεταφράσεις: προσωπικός, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών