Λέξη: εκδικητικός

Σχετικές λέξεις: εκδικητικός

εκδικητικός συνώνυμα, εκδικητικός αγγλικά, εκδικητικός άνθρωπος

Συνώνυμα: εκδικητικός

φιλέκδικος

Μεταφράσεις: εκδικητικός

εκδικητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vindictive, vengeful, revengeful

εκδικητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vengativo, vengativa, vengativos, vindicativo, vindicativa

εκδικητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rachsüchtig, rachsüchtigen, rachsüchtige, nachtragend, rachsüchtiger

εκδικητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pénal, vindicatif, criminel, vindicative, vindicatifs, vengeance, vengeur

εκδικητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vendicativo, vendicativa, vendicativi, vendetta, vendicative

εκδικητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vingativo, vingativa, vingativos, vindictive, vingança

εκδικητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wraakzuchtig, wraakzuchtige, rancuneus, vindictive, rancuneuze

εκδικητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
злопамятный, мстительный, мстительным, мстителен, мстительная, мстительна

εκδικητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hevngjerrig, hevngjerrige, ondskaps, ondskapsfull, hevngjerrighet

εκδικητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vindictive, hämndlysten, hämndlystna, hämndgirig, hämndlystet

εκδικητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kostonhimoinen, kostonhaluinen, kostonhimoisia, vindictive, kostonhaluisia

εκδικητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hævngerrig, hævngerrige, hævngerrigt, en hævngerrig

εκδικητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trestní, mstivý, pomstychtivý, mstivé, mstivá, pomstychtivým

εκδικητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karny, mściwy, mściwe, mściwi, mściwa, mściwym

εκδικητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
haragtartó, bosszúszomjas, bosszúálló, gyűlölködő, bosszúvágyó

εκδικητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kindar, kinci, intikamcı, vindictive, cezai

εκδικητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захисти, каральний, мстивий, мстива, мстітельний

εκδικητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hakmarrës, hakmarrëse, hakmarres, ndëshkimor

εκδικητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отмъстителен, отмъстителни, отмъстителна, отмъстително, отмъщение

εκδικητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
помсны, помслівы, мсцівы

εκδικητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kättemaksuhimuline, kättemaksuhimulised, kättemaksuhimust, vihakandev, kättemaksuhimust olulisem

εκδικητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osvetoljubiv, osvetoljubivi, osvetoljubiva, osvetnički, osvetoljubive

εκδικητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vindictive

εκδικητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kerštingas, Atriebīgs, Mściwy, Pamiętliwy

εκδικητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atriebīgs

εκδικητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кривичен, одмазнички, одмаздливите, кожата која требало да, кожата која требало

εκδικητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răzbunător, răzbunătoare, vindicativ, vindicativă, razbunator

εκδικητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maščevalni, maščevalen, Osvetoljubiv, eksemplaričnimi, resda skrajno

εκδικητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomstychtivý, mstivý, sú pomstychtivý, číha pomstivý
Τυχαίες λέξεις