Smērviela στα ελληνικά

Μετάφραση: smērviela, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά
Smērviela στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • smilšakmens στα ελληνικά - αμμόλιθος, αμμόπετρα, ψαμμίτη, ψαμμίτης, από ψαμμίτη
  • smirdoņa στα ελληνικά - μπόχα, βρόμα, βρομιά, βρώμα, δυσωδία, βρομώ, βρωμάει, ...
  • smēķēt στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καυσαέριο, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
  • smēķētājs στα ελληνικά - καπνιστής, καπνιστή, καπνίζω, καπνιστές, καπνιστών
Τυχαίες λέξεις
Smērviela στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά