Λέξη: επιστημονικός

Σχετικές λέξεις: επιστημονικός

επιστημονικός χάρτη της νγι, επιστημονικός γραμματισμός, επιστημονικός λόγος, επιστημονικός υπότροφος, επιστημονικός σύλλογος για την ψυχαναλυτική κλινική, επιστημονικός συνεργάτης στα αγγλικά, επιστημονικός συνεργάτης, επιστημονικός εγγραμματισμός, επιστημονικός υπεύθυνος, επιστημονικός όμιλος νέων πολιτικών επιστημόνων

Συνώνυμα: επιστημονικός

επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος

Μεταφράσεις: επιστημονικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scientific, a scientific, science, scientist, a research
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
científico, científica, científicos, científicas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wissenschaftlich, wissenschaftlichen, wissenschaftliche, wissenschaftlicher, Wissenschaft
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
scientifique, scientifiques
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scientifico, scientifica, scientifiche, scientifici
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ciência, científico, científica, científicos, científicas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wetenschappelijk, wetenschappelijke, de wetenschappelijke, wetenschap, het wetenschappelijk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ученый, научный, научное, научная, научно, научной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vitenskapelig, vitenskapelige, Scientific, Vitenskaps, faglig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vetenskaplig, vetenskapliga, vetenskapligt, den vetenskapliga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tieteellinen, tieteellisen, tieteellistä, tieteellisten, tieteellisiä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
videnskabelig, videnskabelige, videnskabeligt, den videnskabelige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vědecký, vědecké, vědecká, vědeckých, vědeckého
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umiejętny, naukowy, naukowe, naukowych, naukowa, naukowej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tudományos, a tudományos, természettudományos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilimsel, bilim, bilimsel bir, bir bilimsel
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вчений, науковий, науково, наукове, наукова, наукову, наукового
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkencor, shkencore, shkencore të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
научен, научни, научно, научна, научната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навуковае, навуковая, навуковы, навуковую
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teaduslik, teadusliku, teaduslike, teaduse, teaduslikke
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
znanstvenim, znanstvenog, znanstvene, znanstvenu, znanstvena, znanstveni, znanstveno, znanstvenih
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vísinda, vísindaleg, vísindalegar, vísindalega
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokslinis, mokslo, mokslinių, mokslinė, mokslinės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zinātnisks, zinātniskā, zinātnisko, zinātniskās, zinātniski
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
научни, научен, научните, научна, научно
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
științific, științifice, științifică, stiintifice, stiintifica
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znanstvena, znanstveno, znanstveni, znanstvene, znanstvenih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedecký, vedeckého, vedecké, vedeckým, vedecko

Στατιστικά δημοτικότητας: επιστημονικός

Τυχαίες λέξεις