Ключ στα ελληνικά
Μετάφραση: ключ, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραμπουλίζω, κλειδί, αποσπώ, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Μεταφράσεις
- клiкаць στα ελληνικά - ονομάζω, όνομα, μάτι, ονομασία, δακτυλίδι, δαχτυλίδι, τηλέφωνο, ...
- клець στα ελληνικά - σοφίτα, σακαράκα, κλουβί, κιβώτιο, καφάσι, καφασιού
- кнiга στα ελληνικά - βιβλίο, φωνή, μάντρα, καπαρώνω, κοπανίζω, όγκος, λίβρα, ...
- кнiгарня στα ελληνικά - βιβλιοπωλείο, knigarnya
Τυχαίες λέξεις
Ключ στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, κλειδί, αποσπώ, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, κλειδί, αποσπώ, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές