Λέξη: έξοδος
Σχετικές λέξεις: έξοδος
έξοδος αθήνα, έξοδος πάσχα, έξοδος ελλάδας στις αγορές, έξοδος θεσσαλονίκη, έξοδος 16p αττικής οδού, έξοδος κινδύνου, έξοδος στις αγορές, εξοδος μεσολογγίου, έξοδος στην αθήνα, έξοδος αγορές, έξοδος του μεσολογγίου
Συνώνυμα: έξοδος
ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, γένος, εξόρμηση, εκδρομή, διέξοδος, αγορά, ηλεκτρική σύνδεση, εκροή, δαπάνη
Μεταφράσεις: έξοδος
έξοδος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exit, outlet, egress, way out, output
έξοδος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salida, salir, de salida, la salida, salida de
έξοδος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sterben, ende, ausgang, abgang, abfahrt, abgehen, verlassen, austritt, weggehen, ausfahrt, abfahren, autobahnabfahrt, notausgang, aussteigen, abtritt, ausstieg, Ausfahrt, Abfahrt, exit
έξοδος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débouché, départ, abandonner, terminer, issue, délaisser, laisser, débarquement, sortie, sortir, déserter, finir, partir, lâcher, la sortie, de sortie, quitter
έξοδος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uscita, uscire, esito, dipartita, all'uscita, di uscita, l'uscita
έξοδος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saída, existência, porta, de saída, sair, saia, saída de
έξοδος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgaan, uitgaan, uitweg, uitkomen, afrit, uitgang, vertrekken, afslag, exit, verlaten
έξοδος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уход, выход, выезд, выхода, Exit, Выход из
έξοδος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
exit, avkjørsel, utgang, avkjørselen, avkjøring
έξοδος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utgång, exit, avfart, avfarten, utträde
έξοδος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uloskäynti, kuolla, poistua, poistuminen, Lopeta, exit
έξοδος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udgang, frakørsel, exit, afkørsel, Afslut
έξοδος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odejít, odchod, vyjít, východ, výjezd, opustit, ukončit, zemřít, výstup, exit
έξοδος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zjazd, wyjazd, wyłaz, opuszczać, odejście, zjechać, wylot, wyjście, wyjść, zakończyć, wyprowadzenie, opuścić, wyjściowy, wyjściem
έξοδος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelépés, kijárat, kilépési, kilépés, exit, kiléptető
έξοδος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkış, Exit, Çık, çıkmak, çıkın
έξοδος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вихід, відхід, догляд, виходу
έξοδος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dalje, dalja, daljes, dalëse, daljen
έξοδος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изход, излизане, напускане, изходната, изходното
έξοδος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выхад, выйсце, вынахад
έξοδος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljumine, väljuma, väljapääs, lahkumine, väljumise, väljumist, väljapääsu
έξοδος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zatvori, isključiti, izaći, napustiti, izlaz, izlazak, Exit, izlazna, izađite iz, Izlaz iz
έξοδος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útgangur, hætta, loka, brottför, hættir, Exit
έξοδος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exitus, abitus
έξοδος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išeiti, exit, išvežimo, Nebesiūlyti, išėjimas
έξοδος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izeja, iziet, iziešana, iziet DRAUGS, izvešanas
έξοδος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
излезот, излез, излезна, за излез, излегување
έξοδος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ieșire, de ieșire, ieșirea, iesire, exit
έξοδος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izhod, izstopiti, exit, izstop, izstopa, izstopna
έξοδος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koniec, odchod, vchod, exitus, východ, výstup, výjazd, plavbu
Στατιστικά δημοτικότητας: έξοδος
Τυχαίες λέξεις