Čiulpti στα ελληνικά
Μετάφραση: čiulpti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλάζω, γλείφω, ρουφώ, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Μεταφράσεις
- čigoniškas στα ελληνικά - Γύφτος, τσιγγάνων, Gypsy, των τσιγγάνων, τσιγγάνος
- čiobrelis στα ελληνικά - θυμάρι, θυμαριού, θυμαρίσιο, το θυμάρι, του θυμαριού
- ėjimas στα ελληνικά - κίνηση, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, κινούνται
- ėriukas στα ελληνικά - αρνί, αρνιού, αμνού, αμνών, αρνάκι
Τυχαίες λέξεις
Čiulpti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλάζω, γλείφω, ρουφώ, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
Μεταφράσεις: θηλάζω, γλείφω, ρουφώ, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το