Ρουφώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: ρουφώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žįsti, čiulpti, čiulpia, suck, siurbti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρουφώ
ρουφάω στα αγγλικά, ρουφώ συνώνυμα, ρουφώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ρουφώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ρουτίνα στα λιθουανικά - rutina, įprastas, įprasta, kasdieninį, rutinos
- ρουφήχτρα στα λιθουανικά - sūkurys, WHIRLPOOL, sūkurinė, sūkurinė vonia, masažinė
- ρουχισμός στα λιθουανικά - drabužis, rūbai, apranga, drabužiai, drabužių, drabužius, aprangos
- ροχάλα στα λιθουανικά - rochala
Τυχαίες λέξεις
Ρουφώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: žįsti, čiulpti, čiulpia, suck, siurbti
Μεταφράσεις: žįsti, čiulpti, čiulpia, suck, siurbti