Išmuilinti στα ελληνικά
Μετάφραση: išmuilinti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπούνι, σαπουνιού, σάπωνα, σάπωνος, σαπούνια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- išmatos στα ελληνικά - έδρανο, σκαμπό, σκαμνί, κόπρανα, σκαμνιά, κενώσεις, κοπράνων
- išmintingas στα ελληνικά - φρόνιμος, σοφός, συνετός, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί
- išpažintis στα ελληνικά - εξομολόγηση, ομολογία, ομολογίας, την ομολογία, εξομολόγησης
- išprievartavimas στα ελληνικά - επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επίθεση, βιασμός, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, ...
Τυχαίες λέξεις
Išmuilinti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπούνι, σαπουνιού, σάπωνα, σάπωνος, σαπούνια
Μεταφράσεις: σαπούνι, σαπουνιού, σάπωνα, σάπωνος, σαπούνια