Λέξη: απεριόριστα

Σχετικές λέξεις: απεριόριστα

απεριόριστα 35, απεριόριστα cosmote, απεριόριστα κινητά, απεριόριστα 25, απεριόριστα 65, απεριόριστα προς όλους, απεριόριστα 45 cosmote, απεριόριστα 55, απεριόριστα σταθερά, απεριόριστα 45, οτε απεριόριστα

Μεταφράσεις: απεριόριστα

απεριόριστα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
freely, unlimited, infinitely, indefinitely, unlimitedly, unrestricted

απεριόριστα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
libremente, ilimitado, ilimitada, ilimitados, ilimitadas, sin límites

απεριόριστα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frei, unbegrenzt, unbeschränkt, uneingeschränkt, unbegrenzte, unbegrenzten

απεριόριστα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volontairement, librement, large, illimité, illimitée, illimités, illimitées, indéterminée

απεριόριστα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illimitato, illimitata, illimitato ad, senza limiti, illimitate

απεριόριστα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilimitado, ilimitada, º ilimitado, ilimitadas, plena

απεριόριστα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbeperkt, onbegrensd, onbeperkte, ongelimiteerde, ongelimiteerd

απεριόριστα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
довольно, вольно, свободно, беспрепятственно, обильно, неограниченный, неограниченное, неограниченная, неограниченным, неограниченной

απεριόριστα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ubegrenset, ubegrensede, og ubegrenset, ubegrenset antall

απεριόριστα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
obegränsad, obegränsat, Unlimited, obegränsade, fulla

απεριόριστα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapaasti, rajoittamaton, Unlimited, rajaton, rajoittamattoman, rajattomasti

απεριόριστα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ubegrænset, ubegrænsede, fulde, fuld, ubestemt

απεριόριστα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
volně, neomezený, Neomezené, neomezená, neomezeno, bez omezení

απεριόριστα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wolno, luzem, swobodnie, chętnie, dowolnie, nieograniczony, nieograniczona, nieograniczone, bez ograniczeń, nieograniczoną

απεριόριστα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korlátlan, Unlimited, korlátlan felülvizsgálati, korlátlanul, határtalan

απεριόριστα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınırsız, limitsiz, sınırsız bir, sınırsızdır

απεριόριστα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вільно, широко, рясно, широко-широко, необмежений, необмежене

απεριόριστα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pakufizuar, pakufizuar, të pakufizuar, e pakufizuar, pakufizuara

απεριόριστα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неограничен, неограничено, неограничена, неограничени, неопределен

απεριόριστα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неабмежаваны

απεριόριστα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabalt, piiramatu, piiranguta, määramata, piiramata, piiramatut

απεριόριστα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slobodan, slobodno, neograničen, neograničeno, neograničene, neograničena, neograničeni

απεριόριστα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ótakmarkað, Ótakmarkaður, Ótakmörkuð, ótakmarkaða, ótakmarkaðan

απεριόριστα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
libere

απεριόριστα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neribotas, Neribota, neribotą, neribotos, neribojamas

απεριόριστα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neierobežots, neierobežotu, neierobežota, neierobežotas, ierobežots

απεριόριστα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неограничени, неограничен, неограничено, неограничена, неограничените

απεριόριστα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nelimitat, nelimitată, nelimitate, nelimitata, fond

απεριόριστα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neomejeno, neomejena, neomejen, neomejene, Unlimited

απεριόριστα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neobmedzený, neobmedzené, neobmedzeným, úplný

Στατιστικά δημοτικότητας: απεριόριστα

Τυχαίες λέξεις