Λέξη: απεριόριστος

Σχετικές λέξεις: απεριόριστος

απεριόριστος συνώνυμα

Συνώνυμα: απεριόριστος

απόλυτος, άνευ όρων, απολυταρχικός, δεσποτικός, αυθύπαρκτος, υπονοούμενος, απέραντος, ανεξάντλητος, μη έχων τα προσόντα, χωρίς τα προσόντα

Μεταφράσεις: απεριόριστος

απεριόριστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unlimited, boundless, limitless, unrestricted, unbounded

απεριόριστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ilimitado, ilimitada, ilimitados, ilimitadas, sin límites

απεριόριστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unbeschränkt, unerschöpflich, unbefristet, unbegrenzt, uneingeschränkt, unbegrenzte, unbegrenzten

απεριόριστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
immense, énorme, illimité, infini, pyramidal, inépuisable, colossal, illimitée, illimités, illimitées, indéterminée

απεριόριστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illimitato, sconfinato, illimitata, illimitato ad, senza limiti, illimitate

απεριόριστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilimitado, ilimitada, º ilimitado, ilimitadas, plena

απεριόριστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbeperkt, onbegrensd, onbeperkte, ongelimiteerde, ongelimiteerd

απεριόριστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безграничный, бесконечный, беспредельный, неограниченный, бескрайний, неограниченное, неограниченная, неограниченным, неограниченной

απεριόριστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ubegrenset, ubegrensede, og ubegrenset, ubegrenset antall

απεριόριστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
obegränsad, obegränsat, Unlimited, obegränsade, fulla

απεριόριστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suunnaton, ehtymätön, rajoittamaton, Unlimited, rajaton, rajoittamattoman, rajattomasti

απεριόριστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ubegrænset, ubegrænsede, fulde, fuld, ubestemt

απεριόριστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohromný, neohraničený, nekonečný, neomezený, Neomezené, neomezená, neomezeno, bez omezení

απεριόριστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ogromny, bezbrzeżny, nieograniczony, nieograniczona, nieograniczone, bez ograniczeń, nieograniczoną

απεριόριστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korlátlan, Unlimited, korlátlan felülvizsgálati, korlátlanul, határtalan

απεριόριστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınırsız, sonsuz, limitsiz, sınırsız bir, sınırsızdır

απεριόριστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безмежний, необмежений, необмежене

απεριόριστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pakufizuar, pakufizuar, të pakufizuar, e pakufizuar, pakufizuara

απεριόριστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неограничен, неограничено, неограничена, неограничени, неопределен

απεριόριστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неабмежаваны

απεριόριστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiramatu, piiranguta, määramata, piiramata, piiramatut

απεριόριστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
beskrajan, neograničen, bezgraničan, neograničeno, neograničene, neograničena, neograničeni

απεριόριστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ótakmarkað, Ótakmarkaður, Ótakmörkuð, ótakmarkaða, ótakmarkaðan

απεριόριστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neribotas, Neribota, neribotą, neribotos, neribojamas

απεριόριστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neierobežots, neierobežotu, neierobežota, neierobežotas, ierobežots

απεριόριστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неограничени, неограничен, неограничено, неограничена, неограничените

απεριόριστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nelimitat, nelimitată, nelimitate, nelimitata, fond

απεριόριστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neomejeno, neomejena, neomejen, neomejene, Unlimited

απεριόριστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neobmedzený, neobmedzené, neobmedzeným, úplný
Τυχαίες λέξεις