Lėlė στα ελληνικά
Μετάφραση: lėlė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νευρόσπαστο, κούκλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lėkštė στα ελληνικά - πλάκα, πιάτο, πλάκας, πινακίδα, έλασμα
- lėlytė στα ελληνικά - κούκλα, χρυσαλλίδα, χρυσαλίδα, χρυσαλίδας, χρυσαλλίδας, χρυσαλλίδες
- lėtas στα ελληνικά - βραδύς, αργός, αργή, βραδεία, αργό, αργά
- lęšis στα ελληνικά - φακός, φακού, φακό, φακών, του φακού
Τυχαίες λέξεις
Lėlė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νευρόσπαστο, κούκλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
Μεταφράσεις: νευρόσπαστο, κούκλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών