Υψώνω στα αγγλικά

Μετάφραση: υψώνω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lift, elevate, raise, heighten, hoist, upraise, hoik
Υψώνω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: υψώνω

up
  • υψώνω
  • εγείρομαι
hoik
  • υψώνω
rear
  • υψώνω
  • εγείρω
  • ανατρέφω
  • υψούμαι
hoist
  • υψώνω
raise
  • ανυψώνω
  • υψώνω
  • υψώ
  • εγείρω
  • σηκώνω
  • αίρω
upraise
  • υψώ
  • υψώνω
  • σηκώνω
heighten
  • υψώ
  • υψούμαι
  • αυξάνω
  • υψώνω

Σχετικές λέξεις: υψώνω

υψώνω τείχη, υψώνω λεξικό γλώσσας αγγλικά, υψώνω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • υφιστάμενος στα αγγλικά - subaltern, subordinate, junior, underling, current, existing, incumbent, ...
  • υψόμετρο στα αγγλικά - altitude, elevation, altimeter, altitude of, an altitude
  • φάκελος στα αγγλικά - envelope, dossier, folder, file, documentation
  • φάλαινα στα αγγλικά - whale, whales
Τυχαίες λέξεις
Υψώνω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: lift, elevate, raise, heighten, hoist, upraise, hoik