Laimė στα ελληνικά
Μετάφραση: laimė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακυβεύω, τύχη, ευδαιμονία, πιθανότητα, κίνδυνος, αποτολμώ, ευκαιρία, συγκυρία, ευτυχία, την ευτυχία, ευτυχίας, η ευτυχία, χαρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- laikyti στα ελληνικά - κατακρατώ, διατείνομαι, εξακολουθώ, διατηρώ, αμπάρι, υποστηρίζω, κρατώ, ...
- laimingas στα ελληνικά - ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο
- laimėjimas στα ελληνικά - επίτευξη, απολαβή, κατόρθωμα, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
- laimėti στα ελληνικά - κερδίζω, νικώ, αποκτώ, απολαβή, νίκη, Κέρδισε, Win, ...
Τυχαίες λέξεις
Laimė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακυβεύω, τύχη, ευδαιμονία, πιθανότητα, κίνδυνος, αποτολμώ, ευκαιρία, συγκυρία, ευτυχία, την ευτυχία, ευτυχίας, η ευτυχία, χαρά
Μεταφράσεις: διακυβεύω, τύχη, ευδαιμονία, πιθανότητα, κίνδυνος, αποτολμώ, ευκαιρία, συγκυρία, ευτυχία, την ευτυχία, ευτυχίας, η ευτυχία, χαρά